- στιλβώματα
- στίλβωμαneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στίλβωμα — το, ΝΜΑ [στιλβῶ, ώνω] νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στιλβώνω, γυάλισμα, λουστράρισμα μσν. 1. κόσμημα που αστράφτει και λάμπει 2. στον πληθ. τὰ στιλβώματα καλλωπισμοί, λούσα («ἐξάφες τά στιλβώματα καὶ τὰς ἁδρολαλίας», Πρόδρ.) αρχ.… … Dictionary of Greek